- φωνόμιμος
- φωνόμιμοςimitating the voicemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωνόμιμος — ον, ΜΑ αυτός που μιμείται τη φωνή τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μῖμος (πρβλ. λογό μιμος)] … Dictionary of Greek
φωνόμιμον — φωνόμιμος imitating the voice masc/fem acc sg φωνόμιμος imitating the voice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek